- κεχριμπάρι
- το янтарь;
κρασί κεχριμπάρι — янтарное вино
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρασί κεχριμπάρι — янтарное вино
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κεχριμπάρι — κεχριμπάρι, το και κεχλιμπάρι, το (λ. αραβ.), ήλεκτρο ή το χρώμα του ήλεκτρου: Είχε ένα κρασί κεχριμπάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεχριμπάρι — Βλ λ. ήλεκτρο. * * * το (Μ κεχριμπάρι) 1. το ήλεκτρο* 2. χαρακτηρισμός αυτού που έχει το χρώμα τού ήλεκτρου («κρασί κεχριμπάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kehribar < αραβ. kahrubā «αυτό που έλκει άχυρα»] … Dictionary of Greek
ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… … Dictionary of Greek
ηλεκτροειδής — ἠλεκτροειδής, ές (Α) αυτός που αναφέρεται στο ήλεκτρο, στο κεχριμπάρι, ή που μοιάζει με κεχριμπάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + ειδής (πρβλ. κυματο ειδής, σφαιρο ειδής)] … Dictionary of Greek
κεχριμπαρένιος — ια ο [κεχριμπάρι] 1. ο κατασκευασμένος από κεχριμπάρι 2. αυτός που έχει το χρώμα τού κεχριμπαριού … Dictionary of Greek
σούχινον — και σούχιον και σούχειον, τὸ, Α ήλεκτρο, κεχριμπάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sucinum «ήλεκτρο, κεχριμπάρι»] … Dictionary of Greek
άμπρα — Ξενικός όρος που υποδηλώνει ουσίες διαφορετικής προέλευσης και σύστασης. Η φαιά ά. είναι αρωματική ουσία που απαντάται κατά μήκος των ακτών της Ιαπωνίας, της Μαδαγασκάρης και των Μολούκων νήσων σε μάζες που επιπλέουν και έχουν βάρος από 50… … Dictionary of Greek
βραχιόλι — Κόσμημα κατασκευασμένο από χρυσό, άργυρο ή άλλη ύλη (πλατίνα, ελεφαντοστό, κεχριμπάρι, μετάξι, ξύλο κ.ά.). Φοριέται συνήθως στο χέρι, επάνω από τον καρπό και κάποτε επάνω από τον αγκώνα ή στον αστράγαλο του ποδιού. Το β. είναι ένα από τα… … Dictionary of Greek
ηλεκτριανός — ἠλεκτριανός, ό (Μ) (ενν. λίθος) το ήλεκτρο, το κεχριμπάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + κατάλ. ιανός (πρβλ. λεοντ ιανός, ταυρι ιανός)] … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
κεχριμπαρής — ιά, ί [κεχριμπάρι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κεχριμπαριού, τού ήλεκτρου 2. διαυγής, ξάστερος … Dictionary of Greek